Αφηγούνται η Ελένη Σουλτάτου (Κοζονολένη) και η Αγγελικώ Κεφαλογιάννη
Την Τσουκνοπέφτη ανοίγανε την κουρούπα με την ξινομυζήθρα. Τσι μυζήθρες τσ’ είχαμε βάλει στην κουρούπα από το μήνα Ιούνιο-Ιούλιο, τότε που ήτανε φρέσκες (γλυκιές) αλλά καλά συρωμένες. Τσ’ αλατσίζαμε, τσι ζυμώναμε και τσι βάναμε στην κουρούπα. Βάναμε από πάνω ένα ταβλί η μια (μ)πλάκα και τη γυρίζαμε ανάποδα την κουρούπα και εσύρωνε η μυζήθρα (έβγανε τα υγρά). Μετά τση βάναμε λίγη ζύμη από πάνω, την καπακώναμε με αμπελόφυλλα και μετά βάναμε χώμα και τηνε σφραγίζαμε. Κι ανοίγαμε μέσα σ’ ένα κατώγι, που ήτανε πολλή ογρασά, μια τρύπα και χώναμε τη μισή κουρούπα μπούμπουρα. Άλλοι δεν ανοίγανε τρύπα μόνο την μπουμπουριζανε.
Την Τσουκνοπέφτη ανοίγαμε την κουρούπα και εμοσκομύριζε ο τόπος. Η μυζήθρα ξινή, φανταστική τότε, κείνη την εποχή. Σημερο δεν γίνεται ετσά. Κι εκάναμε τσι πίτες, τσι ξυλικόπιτες και σαρικόπιτες τσι λέμε, κάναμε τσι νερόπιτες, τσουκνίζαμε και κρέας και ό,τι άλλο μπορούσαμε στο τηγάνι.
Και άρχιζε η διαδικασία για τσ’ αποκριές. Τσ’ αποκριές τότε εμαζεύγουντονε οικογενειακά, οι γέροι, τα παιδιά, οι συγγενείς, και εγί- νουντονε ένα τραπέζι οικογενειακό. O καθαείς επηγαινε τα φαγητά που είχε ψήσει. Κιανείς δεν έκανε μοναχός του αποκριές, εκτός να μην είχε άλλον άνθρωπο. Εφτιάχνανε και τότε τσι πίχες, χα λαζάνια, τα κρέατα, τα βραστά, τα κοκκινιστά και οπωσδήποτε τα οφχά και εκάνανε το τραπέζι ρόιδι και εκαθίζανε και τρώγανε και πίνανε κρασί και καμιά φορά, άμα βγαίνανε στο κέφι, εκάνανε και τσι μασκάρες και εγυρίζανε το χωριό και μπαίνανε στα καφενεία και στα σπίτια. Τοτεσάς δεν εξεμασκαρώνανε τσι μασκαράδες.
Ήτανε πάρα πολύ ωραία τότε. Τώρα τελευταία, αν σου τύχει κιανείς τσ’ αποκριές και κάτσεις να φάτε παρέα, αλλιώς Να σου πω και ένα άλλο. Το τραπέζι τσ’ αποκριάς δεν το μαζεύγανε και όσα περισσεύγανε, λίγα βέβαια περισσεύγανε, τα πετούσανε στις κότες για να κλωσήσουνε λέει. Άλλοι πάλι λέγανε ότι τα αφήνανε στο τραπέζι για να φάνε και οι ποθαμένοι.
Εδώ τέλειωσε την αφήγηση της η Ελένη. Και η Αγγελική, χήρα από πολύ νέα, που την άκουγε να λέει για κουρούπα και μυζήθρα, συμπληρώνει:
Εγώ δεν είχα και δεν έβανα στην κουρούπα μυζήθρα, μα δεν επέρασε αποκριά να μη μου δώσει ο τάδε και ο τάδε να κάμω πίτες στα κοπέλια μου. Όσοι είχανε πρόβατα και είχανε μυζήθρες, βάνανε σε δύο κουρούπες και την Τσουκνοπέφτη που τσ’ ανοίγανε, ρογεύγανε τη μια σ’ αυτούς που δεν είχανε, συγγενείς και γειτόνους. Και δίδανε όχι μόνο μυζήθρα μα και κρέας και αθόγαλο. Εμαζεύγουντονε τότε πολλές οικογένειες και φτωχές και πλούσιες και γίνουντονε ένα όμορφο πράμα, παραδοσιακό. Μα σημερο, παιδί μου, δε γίνονται. Έχουνε όλοι τα κρέατα, τσ’ αθοτύρους, τα πράματα… και δε γίνεται αυτό το ομαδικό, το οικογενειακό.