Μέχρι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα βρίσκονται σε πλήρη δράση οι επονομαζόμενοι “πρωτομάστορες” της κρητικής μουσικής. Ανάμεσα τους ορισμένοι οι οποίοι σφράγισαν με την παρουσία τους τις επόμενες γενιές όπως ο Ανδρέας Ροδινός, ο Μπαξεβάνης, ο Καρεκλάς, ο Χαρίλαος, ο Φουσταλιέρης, ο Κουτσουρέλης και άλλοι λιγότερο γνωστοί αλλά σημαντικοί οργανοπαίχτες.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα συνεχίζει τη μουσική παράδοση της Κρήτης μια άλλη γενιά μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Ναύτης, ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Λεωνίδας Κλάδος και άλλοι οι οποίοι γίνονται οι δάσκαλοι και εμπνευστές της επόμενης γενιάς.
Στα Ανώγεια την ίδια περίοδο ο τυφλός λυράρης ο “Στραβός” οργώνει με την ευαισθησία και το ιδιαίτερο παίξιμο του τις καρδιές των ανωγειανών νέων. Από αυτήν την γενιά ξεπηδάει ο Νίκος Ξυλούρης, ο “Αρχάγγελος” της κρητικής μουσικής, ο οποίος πέθανε πάνω στην ακμή της δημιουργικότητας του. Δεν είναι όμως μόνο ο Νίκος Ξυλούρης αλλά μεγάλος αριθμός ανωγειανών που η μουσική ρέει στο αίμα τους και σήμερα πλέον συγκροτούν μια πλειάδα μεγάλων μουσικών με σημαντική δημιουργία και με αναγνώριση πέρα από την Κρήτη.
O Αλκιβιάδης Σκουλάς ο επονομαζόμενος Γρυλιός, είναι ένας γνήσιος λαϊκός καλλιτέχνης που ξεκίνησε να ζωγραφίζει και να λαξεύει την πέτρα και το ξύλο σε πολύ μεγάλη ηλικία. Οι δημιουργίες του όπως και όλων των λαϊκών καλλιτεχνών αντλούν τα θέματα τους από τον πολιτισμικό και φυσικό περίγυρο του τόπου του.
Κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να έχει μια τεράστια παραγωγή έργων πολλά από τα οποία εκτίθενται στο μικρό Μουσείο Γρυλιού που δημιούργησε ο ίδιος δίπλα στο σπίτι του στο Περαχώρι. Για τη σημασία και αξία του έργου του, αναφέρει σε σχετικό άρθρο – μελέτη του ο αρχαιολόγος Νίκος Μιχελάκης:
“…Το λαϊκό, πέρα απ’ την αναγωγή του σε κάτι εθνικό και χαριτωμένο, αποτελεί την πιο αυθόρμητη και καθαρή πράξη δημιουργίας και εντάσσεται στην μακροχρόνια πορεία του ανθρώπου να προσεγγίσει τον εαυτό του και τη φύση. Η γλυπτική ταυτότητα του Γρυλιού μπορεί να εντοπιστεί στα Αφρικανικά τοτέμ ή την μικρογλυπτική των Εσκιμώων, εν τέλη σε κάθε γνήσια λαϊκή καλλιτεχνική πράξη, όπως αυτή εμφανίζεται με άλλες εκφάνσεις σε διαφορετικές κουλτούρες. Η γλυπτική του δε διαθέτει τόσα και τέτοια εκφραστικά μέσα, πρωτότυπα και αναπλαστικά στη σύγχρονη τέχνη, που εντάσσεται σ’ αυτή χωρίς ουσιαστικά να έχει καμία σχέση.
Τα στοιχεία της φύσης παρουσιάζονται όπως τα φαντάζεται ο καλλιτέχνης να είναι, όπως τα ζητάει η ψυχή του, όπως δυνητικά για κείνον θα μπορούσαν να είναι. Ο άνθρωπος μέσα από τα έργα αυτά, σένα κόσμο μηχανικό και βιομηχανοποιημένο επαναπροσδιορίζεται, τοποθετείται στη θέση που του οφείλεται, ταυτοποιείται με τη φύση…
Η καλλιτεχνική παρόρμηση του Γρυλιού τόσο σε ότι αφορά στη μορφή και στη φόρμα, όσο και στην έμπνευση και στην καλλιτεχνική δημιουργία ανακαλεί αρχετυπικές διαδικασίες. Τα έργα του παραπέμπουν στην αρχέγονη εκείνη εμπειρία που δοκίμασε ο πρώτος γλύπτης ενός τοτέμ, ενός κυκλαδικού ειδωλίου ή ενός κούρου. Με την κίνηση του να χαράζει πάνω σε μια πέτρα ή ένα ξύλο μία μορφή, ένα σχήμα, εξέφρασε τη βαθύτερη σκέψη του για τον κόσμο και τη φύση, προσδιόρισε το φόβο του για να τον ξορκίσει ή να τον λατρέψει.
Αν για τον Αφρικανό το ξύλο ήταν η φυγή του στο αδιέξοδο της σκέψης και των φόβων του για τις δυνάμεις της φύσης, ο προβληματισμός του Γρυλιού βρίσκεται στους στίχους που χάραζε πάνω σε μια πέτρα: “ΦΕΒΓΩ ΑΦΙΝΟ ΠΙΣΟ ΜΟΥ ΕΡΓΟ ΝΑ ΜΕ ΘΙΜΙΖΙΣΑΥΤΗ ΤΗ ΦΤΕΧΤΡΑ ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΠΙΣΩ ΔΕ ΓΥΡΙΖΕΙ”.
Η ασυνέχεια της ανθρώπινης ύπαρξης και η αδυναμία της να αντισταθεί στη φθορά αποτέλεσαν το έναυσμα για να αρχίσει να χαράζει την πέτρα και το ξύλο κι αργότερα στους πίνακες του αγαπημένα πρόσωπα, εμπειρίες, κομμάτια της ζωής του που ζουν και υπάρχουν πια μόνο στην μνήμη του.
Τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική του δημιουργεί ένα προσωπικό όραμα όπου ο φυσικός χώρος αποτελεί το πλαίσιο των πνευματικών και πλαστικών του αναζητήσεων. Η ανθρώπινη φιγούρα του διατηρεί τον λαϊκό της χαρακτήρα. Η λιτότητα και η αφαίρεση σαν οι βασικές πλαστικές του πεποιθήσεις διέπουν καθολοκληρία το έργο του, δηλώνοντας αυτόματα την πρόθεση του να μην αποδώσει την πραγματικότητα όπως πρακτικά βιώνεται, αλλά στη δομική της αλήθεια, όπως την ατενίζει η ψυχή μέσα στην κοσμική τάξη.
Ο Γρυλιός ξεκινώντας από την γλυπτική ήθελε να κάνει κάτι ηρωικό και μεγάλο όπως η τέχνη των Μουσείων. Γι’ αυτό και ο ρεαλισμός του είναι γεμάτος μεγαλοσύνη και ηρωισμό.
Η τέχνη του είναι βαθύτατα Ελληνική αλλά και παγκόσμια. Γιατί η ελληνική τέχνη είναι πάνω απ’ όλα τέχνη της αφής. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η καθαρότητα και η απλότητα των χρωμάτων, των σχημάτων, των μορφών που πηγάζουν από το φως του ελληνικού τοπίου…
Ό,τι χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του, όπως και κάθε γνήσια λαϊκή τέχνη, είναι η διαύγεια των χρωμάτων και της σκέψης του, η ακριβολογία, η αντιμιμητική ερμηνεία του κόσμου και η συνθετική ιδιοτυπία ανάλογα με τα συναισθηματικά δεδομένα. Στη θεματολογία του στρέφεται στο φυσικό χώρο που έζησε και ζει και δημιουργεί θέματα με τις καθημερινές αγροτικές και άλλες ασχολίες του χωριού, προσωπικά βιώματα, γεγονότα της εποχής των Γερμανών και της ιστορίας του χωριού του και γενικά θέματα από τον περιβάλλοντα φυσικό χώρο.
Στους πίνακες με ιστορικά θέματα απομακρύνεται από αυτά, τοποθετείται έξω από τη δράση και μετατοπίζει το πραγματικό σημείο δράσης, ώστε να σκιαγραφεί και τη δική του παρουσία. Ο τόπος και ο χρόνος γίνονται στοιχεία μυθικά και μέσα στο πλαίσιο αυτό η αφήγηση τέτοιων γεγονότων γίνεται βάση σκέψης και συναισθηματικής αξιολόγησης. Η ιστορική πραγματικότητα δρα μέσα στη ζωγραφική αλλά πολύ μακρύτερα από αυτό που περιγράφεται…
Άλλα θέματα του είναι σκηνές από την καθημερινή ζωή, τοπογραφία του χωριού του, τα Ανώγεια, η οικογένεια του και η κρητική φύση με πρωταγωνιστή πάντα τον Ψηλορείτη. Όπως και στο Θεόφιλο η έμφαση του στην εθνική στολή καθοδηγεί την ένταξη του έργου του μέσα στον εθνικό μύθο…”
(Από το λεύκωμα « Ανώγεια, η γη του μύθου και του ονείρου»)
Ο Αριστείδης Χαιρέτης ή Γιαλάφτης, όπως είναι το παρατσούκλι του, γεννήθηκε σε δύσκολες εποχές στα ορεινά Ανώγεια το 1946. Είναι γιός του Στεφανή Χαιρέτη και της Ειρήνης Χαιρέτη το γένος Σκουλά. Από μικρός ακολούθησε το επάγγελμα του βοσκού κοντά στον πατέρα του για πολλά χρόνια αλλά αργότερα έκανε και άλλες δουλειές για βιοποριστικούς λόγους. Η κυρίως ενασχόλησή του, όμως, ήταν και είναι πάντα η μαντινάδα. Παρά το ότι μεγάλωσε σε μια κλειστή κοινωνία, ακολούθησε το δικό του μοναχικό δρόμο, κόντρα στις ισχύουσες νοοτροπίες και κατάφερε να επιβληθεί ως μία ξεχωριστή προσωπικότητα.
Εδώ και 45 χρόνια υπηρετεί με ήθος, συνέπεια και αξιοπρέπεια τη μαντινάδα, τη γλώσσα της Κρήτης, όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. Ο έρωτας, ο χρόνος, η χαρά , ο πόνος, η απώλεια, η φύση , η μοίρα, η αγάπη και η φιλοσοφία του για την ζωή είναι τα προσφιλή του θέματα. Είναι από τους σημαντικότερους στιχουργούς της μαντινάδας και ένας αυθεντικός εκφραστής της πλούσιας παράδοσης την οποία υπηρετεί όχι μόνο με τη μαντινάδα αλλά με το χορό και το τραγούδι μια και από μικρός συμμετείχε σε παρέες, καντάδες και γλέντια.
Εισήγαγε δύο στοιχεία στη μαντινάδα, το έξυπνο χιούμορ και το απρόσμενο τέλος. Έχει κάνει πέντε δισκογραφικές δουλείες, όπου τραγουδά ο ίδιος τις μαντινάδες του. Την «Ανωγειανή παρέα Νο1 και Νο2» με τον Νικηφόρο Αεράκη, τις «Μαντινάδες Νο1» με το Βασίλη Σκουλά, τις «Μαντινάδες Νο2» με τον Γιώργη Ξυλούρη ή Ψαρογιώργη και «Στον αγγρεμό του έρωντα» όπου συμμετέχουν και τα παιδιά του. Επίσης κυκλοφορούν και πολλές μαντινάδες του σε CD άλλων καλλιτεχνών.
Έχει εκδώσει δύο βιβλία. Το πρώτο με τίτλο «Τι μαντινάδα να σου πω» το 1996 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και το δεύτερο με τίτλο « Λιγότερο ‘πο μια στιγμή» από τις Εκδόσεις Σείστρο με επιμέλεια του Λουδοβίκου των Ανωγείων. Επίσης ο σκηνοθέτης Ταξειδαράκης Μανώλης έχει γυρίσει ένα Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Αριστείδη Χαιρέτη με τίτλο «Τι μαντινάδα να σου πω», το οποίο προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στη Θεσσαλονίκη το Μάρτιο του 2007.
Ζει μόνιμα στα Ανώγεια και είναι παντρεμένος με τη Δέσποινα Πρίμπου από την Σταυρούπολη Ξάνθης, Διευθύντρια του Γενικού Λυκείου Ανωγείων και έχει δύο παιδιά τον Στέφανο Χαιρέτη που παίζει λύρα, έχει σπουδάσει Μουσικολογία και είναι απόφοιτος του Τμήματος Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου στην Άρτα και τον Βασίλη Χαιρέτη που παίζει λαούτο και είναι απόφοιτος του Τμήματος Μηχανικών Πληροφορικής του ΤΕΙ Ηρακλείου.
Γεννήθηκε στ’ Ανώγεια το 1931. Τα πρώτα βήματα στη μουσική, έγιναν από μικρό παιδί, στο Περαχώρι, εκεί που όλοι οι μερακλήδες του χωριού, στην παρέα τους έπαιρναν μαζί και τους πιτσιρικάδες λυράρηδες, για να συμμετέχουνε και αυτοί, σε κείνη την πανδαισία της αντιστοίχισης των συναισθημάτων.
Ο Στραβός (Πασπαράκης Μανώλης), ο Κουρκούτης (Μανουράς Γιώργης), ο Κίτρος (Ξυλούρης Γιώργης) και ο Σωκράτης ο Κοκορδούλης, είναι οι πρώτοι παλιοί λυράρηδες της εποχής που επηρέασαν τον Καλομοίρη το Γιώργη.
Ήταν ο Γιωργαντός μόλις 12 χρονών (!) που έπαιξε για πρώτη φορά λύρα, με τους μερακλήδες σε παρέα. Οι συνθήκες μέσα στην κατοχή, για ένα παιδί μόλις 12 – 13 χρονών, δεν ήταν οι κατάλληλες για να αποδώσει στη θεά Λύρα, αλλά έχοντας δίπλα του, σε όλο το χωριό αυτούς τους αγγέλους μερακλήδες, δεν μπορούσε παρά να επηρεασθεί και να γενεί αποδέκτης, των συναισθημάτων του λαϊκού πολιτισμού και της ευαισθησίας που κουβαλάει ο Ανωγειανός και να διδαχθεί από τους γλεντζέδες, που ανάθρεψαν τόσους και τόσους καλλιτέχνες.
Το πρώτο επαγγελματικό γλέντι έγινε στ’ Ανώγεια το 1948, σ’ ένα γάμο και έπαιξαν μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη, “που σαν κοπέλια ετότεσας μαθαίνανε μαζί τη λύρα”. Ήταν η απαρχή της προοπτικής του καλλιτέχνη, για να ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού και άρχισε να κατεβαίνει στο Ηράκλειο, στην Πεδιάδα, στο Μονοφάτσι, στο Ρέθυμνο και σ’ όλη την Κρήτη.
Πρώτος δίσκος, 78 στροφών, το 1958 με το εκπληκτικό συρτό “Έγινες μάγισσα για με” και “Δυστυχισμένος βρίσκομαι”, επόμενος δίσκος 78 στροφών “Κυπριωτοπούλα μου” το 1959. Μικρούς δίσκους 45 στροφών έγραψε από το 1958 μέχρι και το 1968 γύρω στους 50.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα τραγούδια του:”Μ’ άνοιξες στο κορμί πληγές”, “Τα δυο σου χέρια να κρατώ”, “Τσάκι τσάκι”, “Μ’ ένα σου όχι στη ζωή”, “Πάει και πάει το σταμνί στη βρύση”, “Χριστέ και Παναγία μου”, “Βάστα καλό λογαριασμό”, “Φιλενάδες”, “Ήρθε στη βρύση το νερό” κ.α.
Συνολικά από το 1969, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε γράψει 21 μεγάλους δίσκους.
Πρώτη φορά παίζει στο Ηράκλειο, στου Χαρίλαου τη ταβέρνα στον Πόρο. Στη συνέχεια έπαιξε στο πρώτο Κρητικό κέντρο του Ηρακλείου στον “Ερωτόκριτο”. Ο Γιώργης Καλομοίρης είναι από τους πρώτους λυράρηδες στο Ηράκλειο, που επέβαλαν τη λύρα και γενικότερα την Κρητική Μουσική την δεκαετία των “ονείρων”, της “ευαισθησίας”, των “τεχνών” και των “γραμμάτων”, την δεκαετία του ’60.
Στην συνέχεια η Κρήτη της Αθήνας, το 1970 τον “απέσπασε” προσφέροντας για εφτά χρόνια την σφραγίδα του στη Κρητική μουσική, στην Αττική στα Κρητικά κέντρα Κονάκι και Αγρίμια. Επιστρέφει στο Ηράκλειο το 1977, στο Λιμενικό Περίπτερο όπου μέχρι και το 1995, δημιουργεί ένα αξεγόραστο και απλό στέκι των μερακλήδων της Κρητικής Μουσικής, δίπλα στην ώρες – ώρες φουσκοθάλασσα του Κρητικού πελάγους και άλλες στιγμές, στην απαστράπτουσα απο φώς και ηρεμία, απέραντη θάλασσα του Μεγάλου Κάστρου, δίπλα στα κάστρα της αρμύρας και του φωτός, τραγουδώντας τους καημούς και τις λαχτάρες αυτού του τόπου.
Το 1996 μέχρι 1998 επιστρέφει και πάλι στην Αθήνα, για δύο χρόνια στο κέντρο Ζορμπάς.
Ο Γιώργης Καλομοίρης, σε όλη του τη διαδρομή, συνεργάστηκε με κορυφαίους λαγουθιέρηδες και τραγουδιστές μεταξύ άλλων και οι: Φασουλάς Ζαχάρης, Κουμιώτης Γιώργης, Τσαγκαράκης Δημήτρης, Νίκος Μανιάς, Μαρκογιαννάκης Γιάννης, Ξυλούρης Γιάννης, Λαρετζάκης Μανώλης, Μαμαλάκης Στρατής, Καραγιώργης Γιώργης, Λάμπρος Χαριτάκης, Μανώλης Κουμιώτης, Βασίλης Ξυλούρης.
https://www.youtube.com/watch?v=CMaC-y1H34A
https://www.youtube.com/watch?v=EFyH2Kdzrvg
Ο Μανώλης Μανουράς γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου το 1929. Γιος του παλιού – καλού λυράρη Γιώργη Μανουρά (Κουρκουτάκη), απ’όπου πήρε και τα πρώτα του ερεθίσματα στην λύρα σε ηλικία 15 ετών γύρω στο 1945. Από το 1965 σε ηλικία 36 ετών αρχίζει η επαγγελματική του πορεία στην Κρητική μουσική. Πρώτος σταθμός της επαγγελματικής του καριέρας ήταν το γνωστό τότε κρητικό κέντρο της πόλης του Ηρακλείου “Ερωτόκριτος”.
Από το 1972 σε ηλικία 43 ετών και για δέκα χρόνια, ζει και εμφανίζεται στην Αθήνα σε διάφορα Κρητικά στέκια, περιοδεύει στο εξωτερικό κοντά στους απόδημους κι επιστρέφει το 1982 σε ηλικία 53 ετών, στο Ηράκλειο όπου ζει πλέον ασχολούμενος αποκλειστικά και μόνο με την Κρητική μουσική. Η δισκογραφική παρουσία του Μανώλη Μανουρά μπορεί να μην είναι μεγάλη, αυτό όμως, που έχει καταγραφεί για λογαριασμό του, είναι η δεξιοτεχνία του στη λύρα, αναγνωρισμένη από κοινό και καλλιτέχνες.
Η ιδιαίτερη επίδοση του στην εκτέλεση παλιών συρτών και ο μοναδικός τρόπος παιξίματος μιας σειράς παλιών κοντυλιών, όπου έμαθε από τον πατέρα του τον κάνουν να ξεχωρίζει. Ευαισθησία και απλότητα, ακρίβεια στην εκτέλεση, τονισμός στη λεπτομέρεια, σταθερότητα στην ισορροπία των μελωδιών που αποδίδει, είναι τα χαρακτηριστικά του Μανώλη Μανουρά. Στο έργο αυτό, ο Μανώλης Μανουράς αποδίδει με ιδιαίτερη επιτυχία τις καλύτερες στιγμές της πολύχρονης καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας.
O Γιώργης Ξυλούρης είναι ένας επιφανής ερμηνευτής της κρητικής παραδοσιακής μουσικής. Εξαιρετικός δεξιοτέχνης στο λαούτο, το αγαπημένο του μουσικό όργανο, και ερμηνευτής των στίχων που χαρακτηριστικά συνοδεύουν τις ιδιαίτερες αυτές μελωδίες.
Ο Γιώργης αναθράφηκε μέσα στη βαθειά μουσική παράδοση των Ανωγείων, και είναι απόγονος μιας θρυλικής οικογένειας μουσικών του ορεινού αυτού χωριού. Ο θείος του, Νίκος Ξυλούρης, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της εποχής του και συνέβαλε δραστικά στην αναζωπύρωση της κρητικής παραδοσιακής μουσικής και την εξέλιξη του σύγχρονου πολιτικού τραγουδιού. Ο πατέρας του, ο Ψαραντώνης, μοναδικός στο είδος του, συνεχίζει να οδηγεί την παραδοσιακή μουσική σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Τέλος, ο θείος του, ο Ψαρογιάννης, είναι ένας διακεκριμένος λαουτιέρης.
Ο Ψαρογιώργης, όπως ευρύτερα είναι γνωστός ο Γιώργης, με το χάρισμα της πλούσιας οικογενειακής κληρονομιάς, αποδίδει τις μελωδίες στο λαούτο με καινοτόμες ερμηνείες. Συνήθως μέσα σε ένα μουσικό σύνολο, τα λαούτο περιορίζεται σε συνοδευτικό ρόλο, στηρίζοντας ρυθμικά την ερμηνεία της λύρας η οποία είναι το κατ’ εξοχήν όργανο των τραγουδιστών της κρητικής μουσικής. Σε αυτό τον συνοδευτικό ρόλο, ο Ψαρογιώργης είναι απαράμιλλος. Καθιστά εντονότερο ένα ρυθμό, ο οποίος δίνει την εντύπωση ότι δεν συνδέεται ελεγχόμενα με το γενικό μέτρο της μελωδίας, εν τούτοις διατηρεί την ιδιαίτερη ακρίβεια που απαιτείται από τον βηματισμό των χορευτών. Χρησιμοποιώντας το κρητικό λαούτο στον πιο ασυνήθιστο ρόλο του, το έχει μετατρέψει σε ένα κεντρικό μελωδικό όργανο που πλαισιώνει και στολίζει το τραγούδι.
Συμμετέχοντας σε παραδοσιακές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο Ψαρογιώργης είναι ένας έμπειρος ερμηνευτής σε διεθνές επίπεδο, όχι μόνο στα πλαίσια της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης και του κόσμου, αλλά και σε συνεργασία με μουσικούς της ρόκ. Είναι ένας γοητευτικός εκπρόσωπος μιας ασυνήθιστα γόνιμης παράδοσης.
O Γιάννης Ξυλούρης γεννήθηκε στα Aνώγεια Μυλοποτάμου Pεθύμνου το 1943. Aνήκει κι αυτός στη μεγάλη οικογένεια των Ξυλούρηδων, που εδώ και τέσσερις γενιές τροφοδοτεί με θεσπέσιους ήχους την Κρητική – και όχι μόνο – μουσική. Eγγονός του Kαραμουζαντώνη που έγραψε ιστορία με τη λύρα του, αδερφός του Nίκου Ξυλούρη και του Ψαραντώνη, ο Γιάννης Ξυλούρης δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει κι αυτός τον ίδιο δρόμο των άξιων λυράρηδων και τραγουδιστών.
Στα πέντε του χρόνια το 1948, ήρθε σε επαφή με το πρώτο του όργανο το μαντολίνο και στη συνέχεια με το λαούτο και τη λύρα. Mαθητής ακόμα του δημοτικού, ο Γιάννης μιλεί με τα παραδοσιακά μουσικά όργανα της πατρίδας του εκείνη τη μυστική γλώσσα που μονάχα όσοι έχουν ένα ιερό πάθος να τους καίει τα σωθικά, μπορούν να μιλήσουν. Δώδεκα χρονών συνοδεύει, με το λαούτο στο χέρι, τον αδερφό του Nίκο.Δεκατεσσάρων χρονών το 1957, πραγματοποιεί την πρώτη του δισκογραφική δουλειά μαζί με το Nίκο Ξυλούρη. Δεκαεπτά χρονών το 1960, θεωρείται ήδη ένα από τα καλύτερα λαούτα της Kρήτης και οι πιο σπουδαίοι λυράρηδες επιδιώκουν συνεργασία μαζί του. Tο λαούτο του έχει συνοδέψει τους πιο γνωστούς λυράρηδες του νησιού.O Γιάννης Ξυλούρης όμως δεν περιορίστηκε στο λαούτο και στο μαντολίνο, τα δύο όργανα που λάτρεψε από παιδί. Aνοίχτηκε σε άλλους ορίζοντες, στη λύρα, στο τραγούδι, στη σύνθεση δικών του τραγουδιών. Προικισμένος με μια σπάνια φαντασία και με μια άψογη τεχνική, ο Γιάννης Ξυλούρης άρχισε να συνθέτει σύγχρονα Kρητικά τραγούδια που θα τα ζήλευαν πολλοί καταξιωμένοι – και σπουδασμένοι – συνθέτες μας.
Γνωρίζοντας καλά τη μουσική του τόπου του ως αυθεντικό ταλέντο, αξιοποιεί το μουσικό και καλλιτεχνικό του ένστικτο και ξεδιπλώνει τη σύνθεση με την ίδια ευκολία που τραγουδά μαντινάδες ή δονείται στο ρυθμό ενός χορού. O Γιάννης πατά σταθερά στην παράδοση, αλλά προσπαθεί να αξιοποιήσει και τις αρετές της έντεχνης μουσικής προκειμένου να συγκροτήσει και να τοποθετήσει σε στέρεες βάσεις την πρότασή του. Έντονη είναι η καλλιτεχνική του παρουσία με πολλές συναυλίες και εμφανίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Στη πολύχρονη μουσική του σταδιοδρομία συνεργάστηκε εκτός από τους αδερφούς του Nίκο και Aντώνη και με τον Kώστα Mουντάκη, κυρίως τη δεκαετία του ’60, καθώς και με το Βασίλη Σκουλά, ξεκινώντας ένα μοναδικό και μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λαγουτιέρη στην Κρητική μουσική την εποχή εκείνη.
Δημιουργική υπήρξε επίσης και η συνεργασία του με διάφορα μουσικά σχήματα από την Ήπειρο, τα νησιά του Aιγαίου, τη Mικρά Aσία και με γνωστούς Έλληνες μουσικοσυνθέτες που καθόρισαν με τη δουλειά τους το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. O Γιάννης Ξυλούρης είναι ο καλλιτέχνης που κυριάρχησε στο λαούτο, και έχει να παρουσιάσει μια μοναδική τεχνική, αποτέλεσμα της οποίας, υπήρξε μια πληθώρα έξοχων εκτελέσεων, σε δεκάδες δίσκους, που έχουν τη σφραγίδα της τελειότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
- “Πετραδολάκια”
- “Kρητικός Ήλιος”
- “Eνότητες”
- “Pαψωδίες στο λαούτο”
- “Aυγή ξανανταμώσαμε”
Σήμερα ζει στο Ηράκλειο και συνεχίζει να προσφέρει δισκογραφικά στην Κρητική μουσική βοηθώντας αρκετούς νέους καλλιτέχνες με την πολύτιμη πείρα του.
Ο Νικηφόρος Αεράκης (Πολιός), γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1945 στ΄ Aνώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνης, όπου εξακολουθεί να ζει και σήμερα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την Κρητική μουσική την οποία και υπηρετεί με σεβασμό. Είναι άξιος συνεχιστής μιας παράδοσης που κληρονόμησε από ανθρώπους που αγαπά και σέβεται βαθύτατα.
Διατηρεί με τον καλύτερο τρόπο το μουσικό άκουσμα του τυφλού λυράρη, Μανώλη Πασπαράκη «Στραβού» προσθέτοντας στη μελωδία την μοναδική φωνή του. Κατέχοντας πάνω από τριάντα χρόνια δισκογραφίας και πολύ περισσότερα επαγγελματικής μουσικής παρουσίας, με διακεκριμένη θέση στο χώρο του, έχει αφήσει ξεχωριστό στίγμα στο μουσικό στερέωμα.
Βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του είναι η απλότητα και η σεμνότητα, το «μερακλίκι» στη μουσική και το τραγούδι, η έκφραση αυθεντικών συναισθημάτων, ο σεβασμός προς το συνάνθρωπο του και άλλες σημαντικές αξίες οι οποίες των διακατέχουν.
Ο Νικηφόρος Aεράκης εμψυχώνει τους ακροατές του και τους ανυψώνει σε επίπεδα θεϊκά. Aντί οποιασδήποτε ευνόητης καλλιτεχνικής σκοπιμότητας, προτάσσει σχεδόν πεισματικά την ειλικρίνεια και την απλότητα του ανόθευτου. Κρατώντας μέσα του ευλαβικά μνήμες παλιότερων καιρών, τις μεταπλάσσει επιδέξια, στραγγίζει το χυμό των αισθημάτων, και αποδίδει το μουσικό τους απόσταγμα, μέσα στο λιτό, πέτρινο ανωγειανό ποτήρι, σπονδή στους μερακλήδες του κόσμου.
Έχει ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους μεταξύ των οποίων και 3 ζωντανές ηχογραφήσεις με την Ανωγειανή παρέα οι οποίες έχουν αφήσει εποχή! Ο Νικηφόρος Αεράκης συνεχίζει πιστά να υπηρετεί την Κρητική μουσική μέχρι και σήμερα με μεγάλη επιτυχία στις εμφανίσεις του αλλά και τις δισκογραφικές του εκδόσεις.
Μανώλης Πασπαράκης
Ένα ζωντανό μνημείο του μουσικού πολιτισμού των Ανωγείων, υπήρξε χωρίς καμία αμφισβήτηση, ο Μαν. Πασπαράκης Στραβός. Ο λυράρης που γλέντησε τ΄Άνώγεια και τους Ανωγειανούς της διασποράς, με ασυνήθιστο πάθος, με προθυμία κα ανεξάντλητη διάθεση με αίσθηση προσφοράς που έφτανε τα όρια της αυτοθυσίας. Είχε το θείο χάρισμα, ο στραβός, όσο κι αν αυτό αποτελεί σχήμα οξύμωρο, να «βλέπει» τις ψυχές των ανθρώπων, να επικοινωνεί με τα αισθήματα και τις διαθέσεις τους και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μέσα κόσμου των γλενοστάδων που τον περιέβαλαν. Τους κρατούσε δεμένους, αιχμάλωτους κυριολεκτικό, στους απλούς μεν αλλά μαγευτικούς ήχους της λύρας του, και ήξερε απόλυτα τη δόση της απογείωσης που χρειαζόταν ο κάθε γλεντιστής, προσφέροντας την αναλόγως πλουσιοπάροχα.
Κάποιοι νόμιζαν ίσως ότι ο Στραβός ανταποκρίνεται εντελώς συμβατικά στον τρόπο του τραγουδιού του καθ΄ενός στην παρέα, κι ότι προσαρμόζεται για το χατίρι το τραγουδιστή στο ανάλογο ύφος. Δεν ήταν όμως έτσι. Ο στραβός ταξίδευε στον αόρατο μουσικό κόσμο του, συνεπαρμένος απόλυτα από το ανθρώπινο περιβάλλον, και συμπάσχων άμεσα με τις μεταπτώσεις και τις ειδικότερες εκφραστικές διαφοροποιήσεις του κάθε τραγουδιστή – γλεντιστή . Με δεδομένη αυτή την αλήθεια έδιδε όντως μεγαλύτερη έμφαση σε ακραίες οριακές στιγμές. Ανοιγε διάπλατα τους κρουνούς της μουσικής του απόδοσης, όταν τον ερέθιζε ή τον συγκινούσε κάποιος ξεχωριστός εκφραστικός τρόπος. Αποκάλυπτε έτσι πόσο άνθρωπος ήταν. Με τις αδυναμίες και τις αρετές του πραγματικού ανθρώπου. Με άλλα λόγια ο Στραβός υπήρξε σκαπανέας ή αλλιώς ένος από τους σημαντικότερους σκαπανείς της πολυκύμαντης μουσικής περιπέτειας των Ανωγείων. Πήρε χυμούς από τα έγκατα της Ανωγειανής μνήμης, μυρωδιές από τ’ ανθισμένα μπαλκόνια του χωριού, κι ερωτικούς αναστεναγμούς από τα σιωπηλά και συνάμα πολύβουα σοκάκια κι έπλασε το δικό του μουσικό στίγμα. Λιτό μα και απείθαρχο.
Λουδοβίκος των Ανωγείων – Γιώργης Δραμουντάνης
Γεννήθηκα στην Κρήτη, σε ένα χωριό του Ψηλορείτη, τα Ανώγεια! Το χειμώνα τον θυμάμαι λευκό. Θάλασσα είδα πρώτη φορά στα 11 μου χρόνια.
Από τότε που θυμούμαι τον εαυτό μου, ήθελα να κάνω ζωγραφική και άρχισα με το πιο κατάλληλο τρόπο: σπουδάζοντας στην ΑΣΣΟΕ, οικονομικά. Έφτασα μεν στο πτυχίο, μα δεν με καταδέχτηκε ποτέ.
Το 1979 γνωρίζομαι με το Μάνο Χατζιδάκι στα Ανώγεια, τα οποία είχε επιλέξει για τις Μουσικές Γιορτές, που για σειρά ετών οργάνωνε. Με ακούει να τραγουδώ ένα βράδυ με το μαντολίνο και τους φίλους μου και την άλλη μέρα δίνει το τηλέφωνό του με το “Χατζιδάκις”, γραμμένο με δύο “γιώτα”. Τον ρώτησα γιατί, και μου είπε πως τα “ήτα” τον παχαίνουν! Εκείνος, με έμαθε πώς να κάνω ζωγραφική γράφοντας τραγούδια από τότε μέχρι σήμερα!
Προσωπική δισκογραφία:
- Μοιρολόγια (1985)
- Ο Έρωτας στην Κρήτη Είναι Μελαγχολικός (1988)
- Ο Χαίνης (1990)
- Το Μεϊντάνι (1993)
- Χαρματούσσα (1995)
- Η Πύλη της Αμμου (1997)
- Το Όχι Αποκοιμήθηκε στην Αγκαλιά του Ναι (1999)
- Άνοιξα μανταρίνι και σε θυμήθηκα (2001)
- Η γιορτή των ανέμων (2003)
- Ηράκλειο τεχνητή του γέλιου με αγνά υλικά (2004)
- Μπιτ μπαζάρ (2004)
- Γκρεμό δεν έχουν τα πουλιά (2006)
- Ποια πάθη αποτέλεσμα τον έρωντα (2008)
- Το τελευταίο τραγούδι (2009)
- Το βλέμμα θέλει δύο μ 2014)
https://www.youtube.com/watch?v=sYCNnswglC8
https://www.youtube.com/watch?v=2sFmxP2RJ9c
https://www.youtube.com/watch?v=4nH8VZcEG2w
Ο Βασίλης Σκουλάς γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου Κρήτης στις 3 Φεβρουαρίου του 1946.Η οικογένεια του έχει μεγάλη παράδοση στη μουσική και γενικότερα στις τέχνες. Ο παππούς του, ο Μιχάλης Σκουλάς, ήταν σπουδαίος λυράρης της εποχής του και ο πατέρας του Αλκιβιάδης Σκουλάς ή Γρυλιός γνωστός λαϊκός ζωγράφος των Ανωγείων.
Άρχισε να μαθαίνει λύρα σε ηλικία 7 ετών και στα 16 του χρόνια, κατάφερε να καθιερωθεί, ανάμεσα στους πρώτους λυράρηδες και τραγουδιστές της Κρήτης. Έχει παίξει και τραγουδήσει σε μια μεγάλη σειρά, από επιτυχημένες καλλιτεχνικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εμφανίσεις, στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία και στην Γερμανία, όπου υπάρχουν Έλληνες και ιδίως Κρητικοί.
Καλλιτεχνικό Έργο
Τον πρώτο του δίσκο ηχογράφησε το 1965,ο οποίος περιείχε κοντυλιές με τον Θανάση Σταυρακάκη και τον Νίκο Ξυλούρη, ακολούθησε ο πρώτος προσωπικός δίσκος 33 στροφών το 1969.
Ο Βασίλης Σκουλάς όμως έκανε τη σημαντικότερη δισκογραφική του δουλειά και άρχισε να συνεργάζεται με έντεχνους Έλληνες συνθέτες από το 1980, με το δίσκο “Σεργιάνισμα στην Κρήτη”. Ακολούθησαν η “Κρητική ανθολογία”, “Τα τραγούδια του σίδερου και του νερού” σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, και πολλοί άλλοι.
Την περίοδο 1981-85 είχε πραγματοποιήσει μια σειρά, από εμφανίσεις στην Αθήνα στο θέατρο Παρκ, στο έργο “Καφενείον η Ελλάς” και στο θίασο του Γιάννη Βόγλη, στη θεατρική παράσταση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη “Καπετάν Μιχάλης”, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η πορεία του Βασίλη Σκουλά θα αλλάξει όταν το 1995 συμμετείχε σε δύο τραγούδια στο μουσικό έργο “Αιολία” του Μιχάλη Νικολούδη, ερμηνείες οι οποίες τον έκαναν να στραφεί και στο έντεχνο Ελληνικό τραγούδι.
Το 2002 κυκλοφόρησε διπλός δίσκος με μερικές από τις πιο γνωστές επιτυχίες του και διασκευές σε διάφορα κλασσικά Κρητικά τραγούδια και χορούς.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2012 ο Βασίλης Σκουλάς έκανε μια επιτυχημένη εμφάνιση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού που λόγω της μεγάλης απήχησης του κόσμου επαναλήφθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2012.
Ο Βασίλης Σκουλάς διατηρεί μέχρι σήμερα, το ίδιο πάθος και μεράκι, να δημιουργεί και να διατηρεί το δικό του στέκι εμφανίσεων, την πασίγνωστη ταβέρνα “Ντελίνα”, στο χωριό του, τα Ανώγεια.
Ενδεικτική δισκογραφία
- Σεργιάνισμα στην Κρήτη (1980)
- Κρητική ανθολογία (1981)
- Folk Melodies and Dances from Crete (1981)
- Τραγούδια του σίδερου και του νερού (1983)
- Αναφορά στην Κρήτη (1989)
- Του Βενιζέλου (1992)
- Πότε θα πάω στο χωριό (1994)
- Αναστορούμαι (1998)
- Τα άγρια πουλιά (2000)
- Η ρίζα της φωτιάς (2002)
- Άνθη του χρόνου (2007)
- Άσπρο μαντήλι ανέμιζε (2007)
Στο σκληρό τοπίο των θρυλικών Ανωγείων της Κρήτης που έγινε ακόμη πιο σκληρό και πιο γυμνό από τις φωτιές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρθε στον κόσμο, το 1942, ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) που έμελλε να γίνει ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής, εμπλουτίζοντας την κρητική, τη μεσογειακή και την παγκόσμια μουσική με ήχους ανεπανάληπτους, με μουσικές εξαίσιες και ερμηνείες απαρομοίαστες και μοναδικές.
“Οι επιρροές μου προέρχονται από αυτά που άκουγα από μικρός και τα έπαιρνα μέσα μου με το δικό μου τρόπο…”
Είναι αυτοδίδακτος στη λύρα, έπαιξε για πρώτη φορά σε γάμο στα 13 του και πολύ γρήγορα απέκτησε φήμη παίζοντας σε γιορτές και πανηγύρια στην Κρήτη.
“Πηγή έμπνευσης, παιδί μου, είναι η φύση. Ας πάρουμε μαζί μας μόνο τα ωραία από ό,τι μπορούμε να ζήσουμε…”
Μπαίνει στη δισκογραφία το 1964 με έναν δίσκο 45 στροφών ενώ ο πρώτος του ολοκληρωμένος δίσκος κυκλοφορεί το 1973. Ήδη από το 1980 τον ανακαλύπτουν στο εξωτερικό οπότε και αρχίζουν οι απανωτές προσκλήσεις σε σημαντικά φεστιβάλ της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας.
“Η κραυγή των θεών” – έτσι προλογίζουν τον σπουδαίο λυράρη και επιφανή εκπρόσωπο της γενιάς των Ξυλούρηδων στα πιο σημαντικά φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής.
* Το 1982 προσκαλείται στο WDR Folkfestival, στην Κολωνία (Γερμανία) όπου του απονέμεται το 1ο βραβείο από διεθνή επιτροπή ειδικών.
* Το 1985 εκπροσωπεί την Ευρώπη στο Journées des Cinq Continents (Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων) που γίνεται στη Ζυρίχη (Ελβετία) και στο Άμστερνταμ (Ολλανδία).
* Το 2005 προσκαλείται και συμμετέχει στις εκδηλώσεις για τα 20 χρόνια του World Music Institute, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης (ΗΠΑ).
* Το 2007 προσκαλείται και λαμβάνει μέρος στο All Tomorrow’s Parties που γίνεται στο Μάινχεντ (Αγγλία).
* Το 2009 προσκαλείται για δεύτερη φορά στο All Tomorrow’s Parties που γίνεται στο Σύδνεϋ και στη Μελβούρνη (Αυστραλία) και επιμελείται ο Nick Cave με τους Τhe Bad Seeds και τους Dirty Three.
Η λύρα του Ψαραντώνη εκτίθεται σήμερα στο Musical Instrument Museum στο Φοίνιξ της Αριζόνα (ΗΠΑ) όπου και προβάλλεται video με τον ίδιο να παίζει τη λύρα του.
Στην Ελλάδα, ανάμεσα στους πρώτους που τον ανακαλύπτουν, είναι ο Μάνος Χατζιδάκις ο οποίος θεσπίζοντας ένα ειδικό βραβείο για “μια ισχυρή και ιδιότυπη μουσική προσωπικότητα που παίζει λύρα και ονομάζεται Ψαραντώνης”, τον βραβεύει ως τον “Πρώτο λυράρη της Ελλάδας” στον Μουσικό Αύγουστο που οργανώνει το 1979 στα Ανώγεια.
Μέσα στη μουσική του Ψαραντώνη ζει η πανάρχαια μυθολογία της Κρήτης. Είτε μιλά για τον Δία, είτε για την κατασκευή της πρώτης λύρας από τον μυθικό βοσκό Χαντίπερα, είτε για τους Κουρήτες, είτε εκφράζει με τη λύρα του αυτό που αισθάνεται ως ζωντανό μύθο της πατρίδας του, ο Ψαραντώνης επικυρώνει με τη φυσική παρουσία του και με την τέχνη του τους πανάρχαιους μύθους της Κρήτης. Γιατί ο Ψαραντώνης ζωντανεύει τους μύθους όχι μόνο με τη δεξιοτεχνία του αλλά και με την πίστη του σε αυτούς καθώς τους προσεγγίζει “με λογισμό και μ’ όνειρο”, πιστεύοντας στη σύγχρονη παρουσία και στην ενέργειά τους.
Η κατακόρυφη, κοφτή δοξαριά του παραπέμπει στις απότομες κορυφές και στις κοφτές πλαγιές των βουνών της Κρήτης. Στο λυρικό ψιθύρισμα της λύρας του αναδύεται η “γλυκότη” απ’ το μουρμούρισμα των κουτσουναριών, το κελάιδισμα των πουλιών και τον ήχο του φιαμπολιού των βοσκών του Ψηλορείτη. Έτσι, στη μουσική του Ψαραντώνη ακούς άλλοτε τρεχούμενα νερά που κελαρύζουν, άλλοτε τα μοναχά δεντρά που ανεμοδέρνονται, κι άλλοτε “τη βοή που εβγάνει η γης, ο αέρας και μουγκρίζει” όπως το είπε ο Κορνάρος. Κι ακόμη, είναι στιγμές που οι απότομες δοξαριές του σε σέρνουν έως την άκρη του γκρεμού: “Εκεί που σμίγουν οι καιροί, εκεί που συναντιούνται”. Κι εκεί όπου μπορεί, αν ακούς το δεύτερο και το τρίτο στρώμα της μουσικής, να δεις τον “μέγα τράγο”, όπως τον είδε ο Άγγελος Σικελιανός, “ορτό” σ’ ένα βράχο πάνω απ’ το αγριεμένο πέλαγο…
Νέος μαζί και πανάρχαιος, ο Ψαραντώνης έχει τη δυναμική του ραψωδού και με την αδευτέρωτη δύναμή του στον αυτοσχεδιασμό κατορθώνει να δημιουργεί την ατμόσφαιρα του δέους, της ταραχής και του ρίγους, όπως ακριβώς οι μεγάλοι μουσικοί της τζαζ. Βαθύς γνώστης και πραγματικός λάτρης της παράδοσης μα και από τη φύση του απείθαρχος και ανήσυχος, απρόοπτος και αποκαλυπτικός, ο Ψαραντώνης θεωρείται σήμερα ως ο τολμηρός, αλλά συγχρόνως και ο στοχαστικός ανανεωτής της παράδοσης – ένα ζωντανό απόσταγμα αρχέγονων μαζί και σύγχρονων μουσικών ιστορήσεων.
Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, γεννήθηκε το 1936, στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .
Η λύρα
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Επιστροφή στην Κρήτη
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το [1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Η αναγνώριση στην Αθήνα
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο “Ανυφαντού” και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο “Χρονικό” και τα “Ριζίτικα”. Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».
Τα χρόνια της δικτατορίας
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”.
Το τέλος
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980 σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας “εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα”. Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Δισκογραφία
- Μια μαυροφόρα που περνά (1958)
- Ανυφαντού (1969)
- Ο Ψαρονίκος (1970)
- Μαντινάδες και χοροί (1970)
- Χρονικό (1970)
- Ριζίτικα (1971)
- Διάλειμμα (1972)
- Ιθαγένεια (1972)
- Διόνυσε καλοκαίρι μας (1972)
- Ο τροπικός της Παρθένου (1973)
- Ο Ξυλούρης τραγουδά για την Κρήτη (1973)
- Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους (1973)
- Περήφανη ράτσα (1973)
- Ακολουθία (1974)
- Το μεγάλο μας τσίρκο (1974)
- Παραστάσεις (1975)
- Ανεξάρτητα (1975)
- Κομέντια, η πάλη χωρικών και βασιλιάδων (1975)
- Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
- Τα που θυμούμαι τραγουδώ (1975)
- Κύκλος Σεφέρη (1976)
- Ερωτόκριτος (1976)
- Η συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης (1976)
- Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι (1977)
- Τα ερωτικά (1977)
- Τα Ξυλουρέικα (1978)
- Τα αντιπολεμικά (1978)
- Σάλπισμα (1978)
- 14 χρυσές επιτυχίες (1978)
Μετά Θάνατον δισκογραφία
- Τελευταία ώρα Κρήτη (1981)
- Νίκος Ξυλούρης (1982)
- Πάντερμη Κρήτη (1983)
- Ο Δείπνος ο μυστικός (1984)
- Σταύρος Ξαρχάκος:Θεατρικά (1985)
- Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον ελληνικό κινηματογράφο (1988)
- Η συναυλία στο Ηρώδειο 1976 (1990)
- Το χρονικό του Νίκου Ξυλούρη (1996)
- Νίκος Ξυλούρης (2000)
- Η ψυχή της Κρήτης(2002)
- Ήτανε μια φορά…(2005)
- Του Χρόνου Τα Γυρίσματα (2005)