ανέμη (η), τυλιγάδι (το), θρομύλι (το), άρδακχος (ο): τα σύνεργα της υφαντικής
αόρι: το βουνό (στα όρη—αόρη—το αόρι) απής: αφού
αρκαλότρυπα (η): η τρύπα του αρκάλου, ασβού βρίνω: βρίσκω
γαμπάς (ο): υφαντό επανωφόρι, χροντρό μάλλινο με κουκούλα (φωτ. σελ. 72)
γουλίδι (το): το 1/4 του σφαγμένου ζώου
δεσές (οι): καλλιτεχνικό δέσιμο των κλωστών στις άκρες υφαντής πετσέτας ή κουβέρτας, ώστε να γίνει ένα ωραίο σχέδιο· τέτοιο σχέδιο έδιναν στη ζύμη.
«εδείχνανε» τα προυκιά (προικιά): τα τοποθετούσαν σε τεντωμένα σχοινιά ή καρέκλες στο σπίτι της νύφης για να τα δουν και να τα καμαρώσουν.
δεν εκαλοθωρούσαμε: δεν βλέπαμε καλά, καθαρά εκειά: εκεί
«εσιένανε» τα καζάνια: άρχιζε η διαδικασία του ψησίματος έχσιε: έτσι
ζο (το), οζό (το), ζα (τα): το ζώο, τα ζώα καιαγίνομα: ασχολούμαι
κατέχω: ξέρω κιανιείς: κανείς κύρης (ο): ο πατέρας
κουνέχο (το): μεταλλικό δοχείο με σκέπασμα κουλουμούνχρια (τα): οι τούμπες
μανχραχζής (ο): ο μικρός (συνήθως) που ανεβοκατέβαινε στο βουνό για μεταφορά ρούχων, φαγητού, ξύλων κ.α.
μπούμπουρα: μπρούμυτα, με το στόμιο προς τα κάτω
νομάχοι: τα άτομα
ξεραχίζω: κόβω κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, ώστε το σφαγμένο ζώο να γίνει δύο κομμάτια
ξόμπλι (το): το στολίδι
όνχε(ν): όταν
πανχώ: εμποδίζω
πασπαχώνχας: ψάχνοντας
(μ)πάσχος (ο): ο κατάλληλα στολισμένος καναπές για να καθίσουν η νύφη και ο γαμπρός
σχραπάχσο (το): η ταλαιπωρία
χοχλιοί (οι): τα σαλιγκάρια
χχήμαχα (τα): τα γαϊδούρια και τα μουλάρια