Στα 2453 μέτρα υψόμετρο, το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού διαιωνίζει την πανάρχαια συνήθεια λατρείας των Ιερών Κορυφής. To ξερολιθικό κτίσμα που αποτελείται από δύο κυκλικής κάτοψης χώρους για τη διαμονή των προσκυνητών και τον κυρίως χώρο λατρείας έχει σε κάτοψη το σχήμα θήκης βιολιού. Είναι μετόχι της Μονής Δισκουρίου (ανήκει στο Δήμο Μυλοποτάμου) που βρίσκεται στη ρίζα της βόρειας πλαγιάς του Ψηλορείτη, και γιορτάζει στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία προσκυνητές από ολόκληρη την Κρήτη ανεβαίνουν για προσκύνημα. To εκκλησάκι κατά την διάρκεια του χειμώνα σκεπάζεται από χιόνι, ενώ κατά τους θερινούς μήνες μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν προσωρινό καταφύγιο για διανυκτέρευση.
Στο πλάτωμα γύρω από το εκκλησάκι και ειδικά στην νότια προστατευμένη πλευρά του υπάρχει η δυνατότητα για υπαίθρια διανυκτέρευση, αλλά απαιτείται κατάλληλος εξοπλισμός εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται την νύχτα.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης ο οποίος έχει μελετήσει σε βάθος τις λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη γράφει για την “Ιερά Πορεία” όπως χαρακτηριστικά ονομάζει την Προσκυνηματική πορεία προς τον Τίμιο Σταυρό: “…Σε παλιότερες εποχές, η εορτή του Σταυρού ήταν πόλος έλξης των Κρητικών που από διάφορες επαρχίες ξεκινούσαν το μεγάλο ταξίδι προς την κορφή του Ψηλορείτη. Ένας λόγιος του 19ου αι., ο Παύλος Βλαστός, μας άφησε καταπληκτικές περιγραφές της ανάβασης προς το πέτρινο ξωκλήσι, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως “ιερά πορεία”. Ο ίδιος είχε ανεβεί στο ιερό προσκύνημα το 1860 και το 1872.
Οι προσκυνητές φρόντιζαν να φτάσουν από την παραμονή στις πλαγιές του Ψηλορείτη και να καταφύγουν για διανυκτέρευση στις μάντρες των βοσκών. Οι τελευταίοι τους φιλοξενούσαν και, παρατηρώντας τα άστρα, μάντευαν την κατάλληλη ώρα -μετά τα μεσάνυχτα- που έπρεπε να ξεκινήσουν για να βρεθούν τα χαράματα στο Σταυρό. Δεξιά κι αριστερά του μονοπατιού φύτρωναν φρύγανα και χαμόκλαδα. Έβαζαν φωτιά σ’ αυτά, φωτιζόταν το μονοπάτι των βοσκών και των προσκυνητών και η “ιερά πορεία” προχωρούσε στη νυκτερινή διαδρομή της. “Προχωρούντες προς τα άνω καίοντες σχηματίζονται γραμμαί αίτινες φωτίζουσι τους αναβαίνοντας…“, έγραψε ο Βλαστός. Την ίδια ώρα όμως οι κάτοικοι των πόλεων ξενυχτούσαν για να παρακολουθήσουν τη φωτεινή πορεία προς την κορυφή, αφού οι φωτεινές γραμμές “φαίνονται εκ μακρόθεν φωταυγάζουσαι… Πολλάκις βλέπομεν ταύτας και εκ Ρεθύμνης φαίνονται δε και εκ των Λευκών Ορέων δεικνύουσι και τοις μακράν θεωμένοις την πρόοδον της αναβάσεως…“. Η πορεία προς την κορυφή ήταν μακρά και δύσκολη. Ο Ιωσήφ Χατζηδάκης, ιδρυτής του “Κρητικού Μουσείου” (σήμερα Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου) έγραφε το 1881: “Πολλοί ευσεβείς, εν οις φυσικά πλείονες γυναίκες, ανέρχονται εκεί πλησίον των ουρανών ίνα εκ του σύνεγγυς παρακαλέσωσι τον Θεόν. Ανέρχονται δε ουχί αυθημερόν, αλλά διανυκτερεύουσιν οι πλείστοι εις το μέσον του δρόμου και την επαύριον διανύουσι τον υπόλοιπον μέχρι της κορυφής. Εντός του ναΐσκου υπάρχει μια μόνη επί χαλκού χαραγμένη εικών, αύτη δε και τεμάχια σιδηρού σταυρού εις δύο τετμημένου και λίθος ακατέργαστος χρησιμεύων ως Αγία Τράπεζα αποτελούσι την όλην σκευήν και διακόσμησιν του ναού“.
Οι Κρητικοί πιστεύουν πως τα μεσάνυχτα της μεγάλης γιορτής του Σταυρού ένας φωτεινός σταυρός φεύγει από τη μια βουνοκορφή της Κρήτης και πηγαίνει σε κάποιαν άλλη, όπου επίσης υπάρχει ναός του. Από την κορφή του Ψηλορείτη πηγαίνει στην κορυφή των Αστερουσίων, στον Κόφινα, άλλο σπουδαίο διαχρονικό λατρευτικό κέντρο….”