Τα Ανώγεια είναι μια από τις πιο ορεινές και μεγάλες κωμοπόλεις της Κρήτης. Το έδαφος στο σύνολο του είναι ορεινό και η περιοχή στη μεγαλύτερη έκτασή της (65%) είναι κτηνοτροφική. Η γεωργική περιοχή είναι σχετικά μικρή. Οι περισσότεροι, επομένως, κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία υπό συνθήκες δύσκολες στις παλαιότερες εποχές. Τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, είναι διαφορετικές θα μπορούσαμε να πούμε. Οι κτηνοτρόφοι, μέχρι 50 περίπου χρόνια πριν, περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο «αόρι» τα καλοκαίρια, και στα χειμαδιά το χειμώνα. Στα «μητάτα», στο βουνό, έμεναν μέχρι και μήνα ή και περισσότερο χωρίς να κατέβουν στο χωριό. Μέρα παρά μέρα ανέβαινε ο «μαντρατζής» για να φέρει τα νέα του χωριού, να μεταφέρει φαγητό στο «κουνέτο» και τα απαραίτητα για να ζήσουν. Στα χειμαδιά όμως το χειμώνα δεν είχαν το κουνέτο με το έτοιμο φαγητό και έτσι ήσαν υποχρεωμένοι, εκτός από τα άλλα, να μαγειρεύουν μόνοι τους.
Ας αφήσομε όμως τους ίδιους τους παλιούς βοσκούς να μιλήσουν. Μέσα από τις ωραίες αφηγήσεις τους θα μάθομε για τις δύσκολες ώρες που περνούσαν, αλλά και θα βρούμε συνταγές, πολλές από τις οποίες ήσαν επινόηση της στιγμής, τέτοιες, που δε σηκώνουν «αντιγραφή».
Αφηγείται ο Βασίλειος Εμμ. Σταυρακάκης (ο Βασιλέας)
Το Νοέμπρη επαίρναμε τα πρόβατα και τα πηγαίναμε στο χειμαδιό. Έκαμα 16 μέρες να πάω. Εγεννούσανε στο δρόμο τα ζα. Βρέχει ο Θεός το Θιο, να πέφτουνε 5, να σηκώνεται ένα. Εδά δεν πάνε λαλητό ζο, ανέ ντωνέ δώσεις χίλια πρόβατα. Έτσα, εγύρισενε η εποχή. Αλλάξανε τα πράματα. Να πάρουνε οι βοσκοί τοτεσάς 100-200 κιλά κουκιά, σύμφωνα με την παρέα, όσπρια, φάβα, παπούλες, λαδόχοντρο, ξινόχοντρο. Και επέρνανε ο χειμώνας μ’ αυτά. Δεκατέσσερα χρόνια στην Ανώπολη, μέσα δεν εμπήκα. Εγώ όξω. Να πάω να βρω ένα δεμάτι ξύλα, να βρω να φάω πράμα και ύστερα να πάρω το γαμπά μου, ούτε μουσαμάδες υπήρχανε, ούτε ομπρέλες. Και θυμούμαι συγκεκριμένα μια βραδιά, αυτή δεν ητονε βραδιά, ητονε χάρος. Και κοίτουμουνε με το γαμπά σε μια αστιβίδα στο γύρο των οζώ. Το σπαρμένο ήτονε 100 μέτρα απόσταση. Άμα θελά σηκωθούνε, επηγαίνανε στο σπαρμένο. Και στέκαμε όξω και παντούσαμε όλη νύκτα.
Μια βραδιά δεν άντεχα την ογρασά κι’ έβανα τη βέργα μου μέσα από το γαμπά κι’ εφούσκωνε σα τσαντηρι. Ο γαμπάς μπορεί να συγκρατήσει το νερό; Το πίνει! Και είχε περάσει η ογρασά και στα κόκαλά μου. Πίσσα αιώνιο σκοτίδι. Βροντά, χαλά τον κόσμο και λέω: να ποθάνω θέλω απόψε. Κονάκι τίποτα, στην αστιβίδα. Και κατέχω μιαν αρκαλότρυπα 300 μέτρα αλάργο. Παίρνω την απόφαση να αφήσω τα ζα και με τα χέρια πασπατώντας βρίνω την αρκαλότρυπα και με τον γαμπά μπαίνω μέσα. Βάνω την κεφαλή μου σάμε τσι ώμους. Το άλλο σώμα τόβρινε ο βοριάς. Επανέμισα. Καλά’ ναι παέ! Μα εγώ εμάχωνα και εμάχωνα με τον γαμπά μαζί και πιάνεται ο γαμπάς στα τζουγκριά του χαρακιού. Και μια στιγμή από τα πολλά νερά «ανοίγει» η αρκαλότρυπα. Εκειά εγνώρισα το θάνατο. Ανοίγει η αρκαλότρυπα κι’ έτρεχε τόσονε νερό. Εγέμισε η κοιλιά μου νερό. Ήμουνε σφηνωμένος. Μια στιγμή επόρισα εγώ, μα ο γαμπάς επόμεινε μέσα. Επόρισα νεκρός! Και κάνω έτσιε τον μπέτη μου και σπούνε όλα τα κομπιά. Στένομαι κατάμουρα του Βοριά και μου χτυπά το νερό στη μούρη για να ξεκρουφτώ. Μοναχός· που δε θελά με βρούνε να περάσει ένας μήνας!! Η ζωή των βοσκώ έτσα τοναι. Δεν είχα πατέρα, μα και κεινοινά που είχανε… Έτσα τα τυραννούσανε τα κοπέλια όλα. Ο πατέρας έθετε στα πρόβατα, το κοπέλι στα πόδια του πατέρα. Δεν ελυπούντανε τοτεσάς. Ήτανε ετσά κουραστική, κακή ζωή και φτώχεια.
Και από το χειμαδιό παίρναμε τα πρόβατα το Μάρτη και βγαίναμε πάλι στο βουνό και κάναμε όλο το καλοκαίρι. Ζήτημα να κατεβαίναμε μια φορά στο χωριό. Η μάνα μου, μου ‘πεμπε τα ρούχα και τα βγανα στ’ αόρι. Ετσά το κάναμε όλοι. Και είχαμε το μα- ντρατζή και ανέβαινε μέρα παρά μέρα και μας έλεγε τα νέα και μας έφερνε και το φαγητό. Να βρούμε τα ξύλα, να φορτώσουμε το γάιδαρο, να τα πάει ο μαντρατζης στο χωριό, γιατί οντέν εφεύγαμε για το χειμαδιό έπρεπε νάχομε 100 γομάρια ξύλα ο κάθε βοσκός στο σπίτι ντου. Δηλαδή όποιος είχενε κοπέλια, τα 100 γομάρια έπρεπε να τ’ αφήσει, γιατί ήτανε 3-4 μήνες χειμώνας και αν δεν είχες ξύλα, δανεικά δεν εδίδανε. Καλιά θελά σου δώσει το ψωμί παρά τα ξύλα. Δεν εδίδανε.
Αυτή ‘τανε η ζωή. Η ζωή ήτανε μαρτύριο. Δεν ήτονε κοπέλι να πει «δεν πάω». Εγώ εγέρασα: το «δε» δεν το ‘πα. Και νάχε μου πούνε άμε να γκρεμιστείς, θελά πάω. Το «δε» εγέρασα δεν το πα. Μα ετσά το κάναμε όλα. Εγώ ‘μουνα ο πια μικρός και πλέρωνα τσι αμαρτίες. Τα κοπέλια πηγαίνανε «σπάγος». Άμα θελά πούνε του μαντρατζή: πήγαινε να φέρεις ξύλα να τυροκομήσουμε, επήγαινε. Ετοτεσάς ετυροκομούσαμε το λίγο γάλα που βγάναμε, γιατί ‘σαν τα ζα λίγα. Η φτώχεια δεν άφηνε να γίνουνε πολλά. Φτωχοί αθρώποι, ευχαριστημένοι όμως με τα λίγα. Και ήπρεπε δα να τυροκομήσομε και ύστερα να το βάλομε στο κλειδόσπιτο. Το μητάτο που δεν είχε τυρόσπιτο (κλειδόσπιτο) δεν άξιζε. Να σας σε πω δα και μια μαγειρική που κάμαμε τον πρώτο χειμώνα στο χειμαδιό:
ανέμη (η), τυλιγάδι (το), θρομύλι (το), άρδακχος (ο): τα σύνεργα της υφαντικής
αόρι: το βουνό (στα όρη—αόρη—το αόρι) απής: αφού
αρκαλότρυπα (η): η τρύπα του αρκάλου, ασβού βρίνω: βρίσκω
γαμπάς (ο): υφαντό επανωφόρι, χροντρό μάλλινο με κουκούλα (φωτ. σελ. 72)
γουλίδι (το): το 1/4 του σφαγμένου ζώου
δεσές (οι): καλλιτεχνικό δέσιμο των κλωστών στις άκρες υφαντής πετσέτας ή κουβέρτας, ώστε να γίνει ένα ωραίο σχέδιο· τέτοιο σχέδιο έδιναν στη ζύμη.
«εδείχνανε» τα προυκιά (προικιά): τα τοποθετούσαν σε τεντωμένα σχοινιά ή καρέκλες στο σπίτι της νύφης για να τα δουν και να τα καμαρώσουν.
δεν εκαλοθωρούσαμε: δεν βλέπαμε καλά, καθαρά εκειά: εκεί
«εσιένανε» τα καζάνια: άρχιζε η διαδικασία του ψησίματος έχσιε: έτσι
ζο (το), οζό (το), ζα (τα): το ζώο, τα ζώα καιαγίνομα: ασχολούμαι
κατέχω: ξέρω κιανιείς: κανείς κύρης (ο): ο πατέρας
κουνέχο (το): μεταλλικό δοχείο με σκέπασμα κουλουμούνχρια (τα): οι τούμπες
μανχραχζής (ο): ο μικρός (συνήθως) που ανεβοκατέβαινε στο βουνό για μεταφορά ρούχων, φαγητού, ξύλων κ.α.
μπούμπουρα: μπρούμυτα, με το στόμιο προς τα κάτω
νομάχοι: τα άτομα
ξεραχίζω: κόβω κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, ώστε το σφαγμένο ζώο να γίνει δύο κομμάτια
ξόμπλι (το): το στολίδι
όνχε(ν): όταν
πανχώ: εμποδίζω
πασπαχώνχας: ψάχνοντας
(μ)πάσχος (ο): ο κατάλληλα στολισμένος καναπές για να καθίσουν η νύφη και ο γαμπρός
σχραπάχσο (το): η ταλαιπωρία
χοχλιοί (οι): τα σαλιγκάρια
χχήμαχα (τα): τα γαϊδούρια και τα μουλάρια
1η συνταγή «αίγα κουβιά με χλωροκούκια και γάλα»
(κου,ιά: άσπρη μέχρι τη μέση και μαύρη στο πίσω μέρος)
Σφάζομε μια αίγα κουβιά, αίγα στείρα. Κόμε την αίγα και την βάνομε σε μια γαζοντενέκα των 20 κιλών, που την είχαμε κάμει τσι- κάλι, γιατί τα πήλινα σπούσανε. Έχομε μια σακαδέλα χλωροκούκια και βάνομε και τα χλωροκούκια, απής εψηθηκε η αίγα και φύ- ραξε μέχρι τη μέση τση ντενέκας. Κι έχομε και γάλα 5- 6 κιλά. -Βάλετε μωρέ και το γάλα εκειά. Το γάλα δα με τα χλωροκούκια δεν πάει, μα εμείς το βάλαμε. Δεν υπήρχε νοστιμότερο ντου πράμα. Η ντενέκα επήγε μέχρι τα χείλια. Ήμαστε εφτά νομάτοι, εφάγαμε ντηνε όλη οι έξι. Ο Μανταλιώτης δεν έφαε πράμα από τα γέλια. Και κιάλλο θελά φάμε, μα δεν είχαμε.
2η συνταγή «λαγός με πατάτες και γάλα»
Είμαστε 5- 6 νομάτοι. Βάνομε 2 λαγούς, βάνομε και πατάτες. Βάνομε και γάλα (προφανώς αντί για λάδι που δεν είχαν). Ψήνομε το φαγητό και το βάνομε σε μια μεγάλη πιάτα, τόσο μεγάλη, που ο πιο αστείος τση παρέας έλεγε ότι δεν την περνά κιανιείς παρά με δυο πήδους. Καθίζομε να φάμε σκοτεινιασμένα και δεν εκαλοθωρούσαμε. Στην παρέα ήτονε ένα Ζωνιανάκι. Εθώριε τσι πατάτες που ασπρίζανε και καρφώνει το πιρούνι σ’ ένα κομμάτι λαγό. Τα «μαυριλά- δια» μωρέ διαλέγεις; του λέει ο αστείος. Εσκάσαμε στα γέλια οι υπόλοιποι και το καημένο το Ζωνιανάκι επροσβάλθηκε και δεν έφαε μπουκιά.
Εδώ τελείωσε ο Βασίλης Σταυρακάκης
Οι υπόλοιπες συνταγές από τον Κώστα Φασουλά (Σταυρακοκώστα)
3η συνταγή «κουλουκοζούμι»
Εβράζαμε νερό
Εβάναμε λίγο λάδι και αλάτσι
Κι εσπούσαμε το καύκαλο την κουλούρα μέσα
Και το τρώγαμε με το κουτάλι
4η συνταγή «κουκιά, το φαγητό των βοσκών στα χειμαδιά»
Κάθε ταχινή (πρωί) τρώγαμε τσι πιο πολλές φορές κουκιά (ξερά) με κρομμύδι, λίγο λάδι και ψωμί, άμα είχαμε, μα τσι πιο πολλές φορές δεν είχαμε. Ετρώγαμε και άλλα όσπρια, φασόλες, φάβα με μαμούνια -σπάνια-.
5η συνταγή «πίτα λειψανάβατη»
Το ψωμί στα χειμαδιά ήτανε πίτα «λειψανάβατη», χωρίς προζύμι δηλαδή -δε φούσκωνε- την ψήναμε στο τηγάνι, χωρίς λάδι, η σε μια πλάκα πυρωμένη.
6η συνταγή «ρύζι με μπακαλιάρο» (απλή συνταγή) Το βραδινό φαγητό στα χειμαδιά
7η συνταγή «κρέας γιαχνί»
Τα αδύνατα ζα, που ήτανε να ψοφήσουμε και δεν είχανε ούτε στ’ αμάτι ξίγκι, τα ψήναμε γιαχνί.
8η συνταγή ετρώγαμε πολλές βρούβες βραστές (χόρτα).
9η συνταγή «ρύζι με χοχλιούς»
Οι χοχλιοί ήτανε ασάκαστοι (ατάϊστοι). Τσοι βρίναμε στσι σκελετούρες και ήτανε γλυκοί.
Σημείωση: Η πίτα δεν ήταν το ψωμί μόνο για τους βοσκούς αλλά ήταν γενικά το γρήγορο, εύκολο, πρόχειρο ψωμί και στα σπίτια. Όταν είχανε «ξεζυμωσά», με λίγο αλεύρι βολευότανε.